- διαποτίζω
- διαβρέχω, μουσκεύω σε όλη την έκταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαποτίζω — διαποτίζω, διαπότισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαποτίζω — διαπότισα, διαποτίστηκα, διαποτισμένος 1. μουσκεύω, διαβρέχω: Η υγρασία διαπότισε όλο το σπίτι. 2. μτφ., επηρεάζω με τρόπο ολοσχερή και καταλυτικό: Διαποτίστηκε από φασιστικές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαπότιστος — η, ο [διαποτίζω] αυτός που δεν διαποτίζεται ή δεν διαποτίστηκε από υγρασία ή από κάποιο υγρό, άβρεχτος, ξερός, στεγνός … Dictionary of Greek
αναδιυγραίνω — διαβρέχω, διαποτίζω εκ νέου ή συνεχώς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διυγραίνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον βοτανολόγο ζωολόγο Σπυρίδωνα Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
διαβρέχω — (AM διαβρέχω) διαποτίζω, μουσκεύω αρχ. διαβρέχομαι μεθάω … Dictionary of Greek
εκμεθύσκω — ἐκμεθύσκω (AM) κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς αρχ. 1. (για φυτά) διαποτίζω, καταμουσκεύω 2. γεμίζω τελείως με υγρό … Dictionary of Greek
εμβρέχω — (AM ἐμβρέχω) υγραίνω, διαποτίζω, μουσκεύω … Dictionary of Greek
καταβάπτω — (AM) 1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω 2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω 3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω 4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.) … Dictionary of Greek
μουσκεύω — (Μ μουσκεύω) διαβρέχομαι, διαποτίζομαι νεοελλ. 1. διαβρέχω, διαποτίζω 2. φρ. «τά μούσκεψα» απέτυχα από κακό χειρισμό, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχεύω «μεταφυτεύω παραφυάδα», με κώφωση τού ο σε ου . Η σημ. «υγραίνω, διαβρέχω» που έλαβε το … Dictionary of Greek
οζοντίζω — και οζονίζω χημ. 1. μετατρέπω σε όζον ή εμπλουτίζω με όζον 2. διαποτίζω ένα σώμα με όζον για να το αποστειρώσω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οζον(τ)ισμένος, η, ο εμπλουτισμένος με όζον ή μετασχηματισμένος σε όζον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek